-
1 κίνδῡνος
κίνδῡνος, ὁ, die Gefahr, bes. im Kriege u. vor Gericht; μέγας, βαϑύς, Pind. Ol. 1, 81 P. 4, 107 u. öfter; τόν ϑ' ὑπ' Ἰλίῳ σέϑεν κίνδυνον Aesch. Ag. 857; κίνδυνον περᾶν Ch. 268; κινδύνῳ βαλεῖν τινα, in Gefahr stürzen, Spt. 1019. 1039; κίνδυνον αἴρεσϑαι μέγαν Eur. Heracl. 503, sich der Gefahr unterziehen, wie Dem. 60, 20; ἀναλαβέσϑαι Her. 3, 69; ὑποδύεσϑαι Xen. Cyr. 1, 5, 12; ῥίπτειν Eur. Rhes. 154, gew. ἀναῤῥίπτειν, wie κύβον ἀναῤῥίπτειν, s. das Verbum; ἐπιβάλλειν Plat. Theaet. 173 a; εἰς κίνδυνόν τινα καϑιστάναι, in Gefahr setzen, Thuc. 5, 99; ὁ κίνδυνος αὐτοῖς ἐγένετο περὶ ὅλης τῆς πόλεως Xen. Hell. 7, 1, 7; ἐν κινδύνῳ εἶναι Plat. Theaet. 142 b; εἰς κίνδυνον ἔρχεσϑαι Prot. 313 a (wie Xen. Cyr. 1, 4, 8); προϊέναι Theaet. 181 b; auch κίνδυνον κινδυνεύειν, Apol. 34 c; εἰς κίνδυνον ἐμβαίνειν Xen. Cyr. 2, 1, 15; ὑπομεῖναι 1, 2, 1; ὑποδύεσϑαι 1, 5, 12. – Κίνδυνός ἐστι mit folgdm inf., es ist Gefahr, es ist zu befürchten, daß, οὐ σμικρὸς κίνδυνός ἐστι ἐξαπατηϑῆναι Plat. Crat. 436 b; ἐκ τούτων κίνδυνος τὴν προγεγονυῖαν χάριν μειοῦσϑαι Xen. Mem. 2, 7, 9; κίνδυνος ἦν βασανισϑῆναι Lys. 13, 28. Aehnl. Eur. πόλιν κίνδυνος ἔσχε δορὶ πεσεῖν Hec. 4. – Auch = das Wagestück, die kühne Unternehmung, das sich in Gefahr Stürzen. Von Processen, κίνδυνος μέγας καὶ δεινὸς ἠγωνίσϑη Lys. 2, 34, u. oft bei den Rednern. – Das Wort scheint mit κινέω oder mit ΚΙΔ zusammenzuhangen.
См. также в других словарях:
πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… … Dictionary of Greek